- παραιβαδόν
- Αεπίρρ. (με γεν.) βαδίζοντας δίπλα ή κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («παραιβαδὸν ἀτραπιτοῑο», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + -βαδόν (< θ. βαδ- τού βαίνω*, πρβλ. εμβάδ-ες, βάδην, βαδίζω), πρβλ. ανα-βαδόν, εμ-βαδόν].
Dictionary of Greek. 2013.